Tag Archives: διαταγη πληρωμης

Βασικές πληροφορίες για τη διαταγή πληρωμής

Με αυξημένη συχνότητα, εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης, εμφανίζεται το φαινόμενο φυσικά ή νομικά πρόσωπα να μην καταβάλουν τις οφειλές τους προς άλλα πρόσωπα. Ίσως η πλέον αποτελεσματική λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η έκδοση διαταγής πληρωμής.

Η διαταγή πληρωμής αποτελεί εκτελεστό τίτλο με τη μορφή δικαστικής επιταγής, ο οποίος εκδίδεται έπειτα από αίτηση στο αρμόδιο (βάσει ποσού) δικαστήριο. Για ποσά μέχρι τις είκοσι χιλιάδες ευρώ αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο και από είκοσι έως εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ το μονομελές πρωτοδικείο. Η διαδικασία για την έκδοση της απαιτεί την σύνταξη της αίτησης και του σώματος της απόφασης συνυποβάλλοντας τα απαιτούμενα σχετικά δικαιολογητικά τα οποία νομιμοποιούν την έκδοσή της.

Το δικαίωμα του ενδιαφερομένου για την έκδοση της διαταγής πρέπει να προ-αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (επιταγή, δάνειο, συναλλαγματική, κλπ.). Ανάλογα με το είδος του εγγράφου ισχύουν κάποιοι χρονικοί περιορισμοί που αφορούν το διάστημα από τότε που το χρέος έπρεπε να είχε καταβληθεί και μέσα στο οποίο πρέπει να κατατεθεί η αίτηση για τη διαταγή (ενδεικτικά, προκειμένου για επιταγή 6 μήνες, για δάνεια δεν υπάρχει κανένα όριο, ενώ για τιμολόγια 5 χρόνια κλπ.).

Η απαίτηση του αιτούντος πρέπει να είναι ορισμένη, χρηματική (ή παροχή χρεογράφου) και να μην εξαρτάται από αίρεση. Για πρακτικούς λόγους δε γίνεται συζήτηση σε ακροατήριο, κάτι το οποίο διακιολογείται και από το γεγονός ότι εκδίδεται χωρίς κλήτευση του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται, ενώ αν εκδοθεί, πρέπει να επιδοθεί εντός δύο μηνών, αλλιώς παύει να ισχύει. Η διαδικασία εκτέλεσης είναι η γενικώς προβλεπόμενη από τον ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να παρέχονται όλα τα προνόμια ενός εκτελεστού τίτλου (για παράδειγμα, εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας στην περιουσία του οφειλέτη). Διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκδοθεί για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.

Εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής δικαιούται, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επομένη της εις αυτόν επίδοσης της διαταγής πληρωμής, να ασκήσει ανακοπή (η οποία όμως δεν αναστέλλει την εκτέλεση) ζητώντας ακύρωση, άλλως δε μεταρρύθμιση της διαταγής πληρωμής, η οποία συνήθως συνοδεύεται και από  αίτημα προσωρινής διαταγής,  διεκδικώντας την αναστολή της εκτέλεσης στην περιουσία του. Σε αντίθεση με τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, στην ανακοπή κλητεύεται υποχρεωτικώς και ο δανειστής, με αποτέλεσμα να παρίστανται και τα δύο μέρη.

1. Ύπαρξη διαδικασίας διαταγής πληρωμής

Υπάρχει η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 623 – 634 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία είναι το Προεδρικό Διάταγμα 503/1985 όπως τροποποιημένο ισχύει.

1.1 Πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας

Αστικές και εμπορικές υποθέσεις: διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια (άρθρο 1 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)

1.1.1 Τι είδους απαιτήσεις γίνονται δεκτές (π.χ. μόνο χρηματικές απαιτήσεις, μόνο συμβατικές απαιτήσεις κλπ);

Χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων δηλαδή απαιτήσεις από επιταγές, συναλλαγματικές, γραμμάτια σε διαταγή, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο και εφόσον οι απαιτήσεις αυτές εκφράζονται στο νόμισμα του ευρώ ή και σε αλλοδαπό νόμισμα (άρθρο 623 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

1.1.2 Υπάρχει ανώτατο όριο για την αξία της απαίτησης;

Όχι δεν υπάρχει ανώτατο όριο για την αξία της απαίτησης.

1.1.3 Η χρησιμοποίηση αυτής της διαδικασίας είναι προαιρετική ή υποχρεωτική;

Η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής είναι προαιρετική καθώς υπάρχει πάντα η δυνατότητα για τον δανειστή να ασκήσει τακτική αγωγή με την οποία ξεκινά διαγνωστική δίκη της απαίτησής του, μετά από την οποία εκδίδεται δικαστική απόφαση, σε αντίθεση με την διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, κατά την οποία εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστό τίτλο [άρθρο 631 ΚΠολΔ].

1.1.4 Η διαδικασία μπορεί να εφαρμοστεί όταν ο εναγόμενος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα;

Όχι, δεν είναι δυνατό να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (και αν εκδοθεί είναι άκυρη), αν η επίδοσή της πρόκειται να γίνει σε πρόσωπο που διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν το πρόσωπο αυτό έχει νόμιμα διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα (άρθρο 624 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Κρίσιμος τόπος είναι αυτός που ο οφειλέτης είναι σωματικά [corpore] εγκατεστημένος κατά τον χρόνο επίδοσης.

1.2 Αρμόδιο δικαστήριο

Για χρηματική απαίτηση έως (είκοσι χιλιάδες) 20.000 ευρώ υλικά αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης ενώ για όλες τις υπόλοιπες χρηματικές απαιτήσεις, ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η τοπική αρμοδιότητα, δηλαδή το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, προσδιορίζεται με βάση τις γενικές διατάξεις της τοπικής αρμοδιότητας δηλαδή με βάση τις διατάξεις των άρθρων 22 μέχρι και 41 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με βάση τις διατάξεις αυτές, για παράδειγμα, αρμόδιο κατά τόπον μπορεί να είναι το Δικαστήριο [Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο] της κατοικίας του οφειλέτη, ή του τόπου έκδοσης του πιστωτικού τίτλου [πχ επιταγής] ή του τόπου αποδοχής ή πληρωμής της συναλλαγματικής.

1.3 Τυπικές απαιτήσεις

Η αίτηση γίνεται:

Α) προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδίκη, με τη σύνταξη σχετικής εκθέσεως (άρθρα 626 παρ. 1 σε συνδυασμό με 215 παρ. 2 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) χωρίς να αποκλείεται (προαιρετικά) η υποβολή γραπτής αίτησης, ή

Β) υποχρεωτικά εγγράφως στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με γραπτή αίτηση στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου που πρέπει να περιέχει:

1. το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου απευθύνεται η αίτηση [Ειρηνοδικείο η Μονομελές Πρωτοδικείο],

2. το είδος του δικογράφου, δηλαδή «Αίτηση για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής»

3. το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων: του δανειστή και του οφειλέτη – ή και των νομίμων αντιπροσώπων τους και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους,

4. το αντικείμενο του δικογράφου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ευανάγνωστο, γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, ή αν περιέχει ξενόγλωσσα έγγραφα πχ ξενόγλωσσα τιμολόγια, να προσκομίζεται νόμιμη μετάφρασή τους,

5. τη χρονολογία και την υπογραφή του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του και, όταν είναι υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του δικηγόρου,

6. τη διεύθυνση και ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του διαδίκου που ενεργεί, του νομίμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του,

7. αίτημα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και

8. την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή (άρθρα 626 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμό με 118 και 119 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)

1.3.1 Είναι υποχρεωτική η χρήση τυποποιημένου εντύπου; (αν ναι, πού μπορεί να το προμηθευτεί κάποιος;)

Όχι, η χρήση τυποποιημένου εντύπου δεν είναι υποχρεωτική.

1.3.2 Απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο;

Ναι, εφόσον η αίτηση απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο και αφορά απαιτήσεις ανώτερες των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ή στο Ειρηνοδικείο για απαιτήσεις από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.

Εφόσον η αίτηση γίνεται στο Ειρηνοδικείο και αφορά απαίτηση μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, επιτρέπεται η δικαστική παράσταση του διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρο 94 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

1.3.3 Πόσο λεπτομερώς πρέπει να τεκμηριωθεί η απαίτηση;

Στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής πρέπει να προσδιορίζεται έστω και πολύ συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η οφειλόμενη απαίτηση (= το χρέος), πχ απαίτηση από σύμβαση δανείου, από σύμβαση πώλησης, από οφειλόμενα μισθώματα, από ανεξόφλητη επιταγή. Το είδος της σύμβασης ή της δικαιοπραξίας γενικότερα, αποτελεί και την αιτία πληρωμής, για την οποία ειδικότερα πρέπει να αναφέρεται και το χρονικό σημείο που γεννήθηκε, για παράδειγμα πότε έπρεπε ο οφειλέτης να καταβάλει το αιτούμενο ποσό και δεν το έπραξε. Στη συνέχεια, η αίτηση πρέπει να αναφέρει και τα προσκομιζόμενα έγγραφα, από τα οποία, σύμφωνα με την αίτηση, προκύπτει η απαίτηση ως προς το είδος και το ύψος της.

1.3.4 Είναι αναγκαία η προσκόμιση γραπτών αποδείξεων για την τεκμηρίωση της απαίτησης; Αν ναι, ποια έγγραφα γίνονται αποδεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία;

Η απόδειξη της απαίτησης για την έκδοση της διαταγής μπορεί να γίνει μόνο με έγγραφα καθώς στη συγκεκριμένη διαδικασία η εξέταση μαρτύρων δεν επιτρέπεται. Τα έγγραφα αυτά συνυποβάλλονται με την αίτηση και παραμένουν υποχρεωτικά στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας ανακοπής, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση αυτών αυτός κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής – οφειλέτης της απαίτησης. Γίνονται αποδεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα έγγραφα (ιδιωτικά και δημόσια) που έχουν αποδεικτική δύναμη σύμφωνα με τα άρθρα 432 – 465 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των χρεογράφων (πχ επιταγή, συναλλαγματική). Είναι απαραίτητο από τα αποδεικτικά αυτά έγγραφα να προκύπτουν, χωρίς καμμία αμφιβολία, η ιδιότητα αλλά και τα στοιχεία [ονοματεπώνυμο] του δανειστή – δικαιούχου, η ιδιότητα και τα στοιχεία του οφειλέτη, η αιτία και το ύψος της απαίτησης.

Ειδικότερα, ιδιωτικό έγγραφο, θεωρείται κάθε έγγραφο το οποίο δεν είναι δημόσιο και για να έχει αποδεικτική δύναμη, σύμφωνα με το άρθρο 443 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ενώ εκδότης θεωρείται εκείνος που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο.

Δημόσιο έγγραφο, θεωρείται το έγγραφο που έχει συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία [πχ συμβολαιογραφικά έγγραφα].

1.4 Απόρριψη αίτησης

Η αίτηση απορρίπτεται:

Α) Αν δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της διαταγής πληρωμής: επομένως, αν η απαίτηση ή το ποσό της ή ο οφειλέτης ή ο δικαιούχος, δεν αποδεικνύνονται αμέσως και χωρίς αμφιβολία από τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα, ή

Β) Αν ο αιτών δεν δίνει εξηγήσεις που ζητούνται από το Δικαστή ή αρνείται να συμμορφωθεί στις υποδείξεις για συμπλήρωση ή διόρθωση της αίτησής του ή για τη βεβαίωση των υπογραφών των τυχόν προσκομιζομένων ιδιωτικών εγγράφων (άρθρα 628 και 627 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Καθώς ο αρμόδιος Δικαστής έχει δικαίωμα να καλέσει τον αιτούντα για συμπληρώσεις, προσκόμιση εγγράφων και διορθώσεις, αν αυτός δεν συμμορφωθεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται για τον λόγο αυτό.

Η απόρριψη σημειώνεται κάτω από την αίτηση και αναφέρεται με συντομία ο λόγος της απόρριψης. Αυτό σημαίνει ότι ο αρμόδιος Δικαστής δεν εκδίδει απόφαση και συνεπώς η εν λόγω σημείωση περί απόρριψης, δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο ή βοήθημα. Βεβαίως εξακολουθεί να υπάρχει δικαίωμα του αιτούντα – δανειστή να ασκήσει τακτική αγωγή για την απαίτησή του [βλ. παραπάνω 1.1.3] ή να υποβάλει νέα αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 628 παράγραφος 3 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)..

1.5 Έφεση

Στην περίπτωση απόρριψης της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ούτε άλλου ενδίκου μέσου.

1.6 Ανακοπή

Στην περίπτωση που η αίτηση για την έκδοση διαταγή πληρωμής γίνει δεκτή και εκδοθεί διαταγή πληρωμής, ο οφειλέτης κατά του οποίου αυτή στρέφεται έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Η άσκηση της ανακοπής μπορεί να γίνει και πριν από την επίδοση της διαταγής πληρωμής.

Αρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλην Δικαστήριο είναι το εκδόσαν την διαταγή πληρωμής Δικαστήριο, Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο.

Η ανακοπή εκδικάζεται (άρθρο 632 παράγραφος 2 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 643, 649 και 650 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που εμπίπτουν στις ειδικές διαδικασίες των πιστωτικών τίτλων και μισθωτικών διαφορών σε συνδυασμό με όσες διατάξεις της τακτικής διαδικασίας δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις των παραπάνω ειδικών διαδικασιών (άρθρο 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Η επίδοση της ανακοπής, που πρέπει να γίνει εντός της ανωτέρω προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων (15) ημερών, αλλιώς είναι απαράδεκτη, μπορεί να γίνει είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και η οποία αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν έχει γνωστοποιηθεί με δικόγραφο τυχόν μεταβολή της διεύθυνσης (άρθρο 632 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

1.7 Αποτέλεσμα της άσκησης ανακοπής

Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, η οποία είναι άμεσα εκτελεστός τίτλος (άρθρο 631 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ωστόσο το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 Κώδικα Πολτικής Δικονομίας, κατόπιν υποβολής αίτησης από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή χωρίς εγγύηση ή υπό όρους, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή που πρέπει να έχει ασκηθεί.

Για την παραδοχή της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, προϋποτίθενται: α] η εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής και β] η πιθανολόγηση ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής.

Η απόφαση που διατάζει την αναστολή, για όσο διαρκεί, αίρει την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής και την αποδυναμώνει ως εκτελεστό τίτλο.

1.8 Συνέπειες από τη μη άσκηση ανακοπής

Αν δεν ασκηθεί ανακοπή εμπρόθεσμα (εντός δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής) εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει και πάλι την διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει μία δεύτερη ευκαιρία για την άσκηση ανακοπής. Δηλαδή έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Στην περίπτωση αυτή δεν χορηγείται η αναστολή που αναφέρεται παραπάνω [βλ. σημείωση 1.7].

Αν περάσει άπρακτη και αυτή η προθεσμία των δέκα ημερών, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου, που σημαίνει ότι η διαταγή πληρωμής αλλά και η απαίτηση, με βάση την ιστορική και νομική αιτία που αναφέρεται στην διαταγή πληρωμής είναι πολύτως έγκυρες.

Το προαναφερόμενο δεδικασμένο της μη εμπροθέσμως προσβληθείσας με ανακοπή, διαταγής πληρωμής είναι δυνατό να ανατραπεί πλέον μόνο με το έκτακτο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης. Αυτό μπορεί να γίνει για απολύτως περιορισμένους, τυπικούς κυρίως λόγους (άρθρα 633 παράγραφος 2 και 544 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και εντός της προθεσμίας του άρθρου 544 αριθμ. 3 και 4 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής.

1.8.1 Βάσει ποιων ενεργειών καθίσταται εκτελεστή η διαταγή;

Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την έκδοσή της (άρθρο 631 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Συνεπώς, δεν απαιτούνται άλλες ενέργειες για να καταστεί εκτελεστή, επομένως, αν δεν διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης, ξεκινά η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνοπτικά, ως ακολούθως:

Τίθεται στο πρωτότυπο της διαταγής πληρωμής ο εκτελεστήριος τύπος, δηλαδή στην αρχή του κειμένου της διαταγής πληρωμής, τίθεται η φράση «Στο όνομα του Ελληνικού Λαού» και στο τέλος, τίθεται η φράση «Δίδεται εντολή σε κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει την παρούσα απόφαση κλπ…», εκδοθεί επίσημο αντίγραφό της [απόγραφο] και ακολούθως επιδίδεται επιταγή [= πρόσκληση] προς τον οφειλέτη να καταβάλει το ποσό της διαταγής πληρωμής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί εντός δύο (2) μηνών από την έκδοσή της παύει να ισχύει (άρθρο 630 Α Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)

1.8.2 Η απόφαση είναι τελεσίδικη ή υπάρχει ακόμα η δυνατότητα προσφυγής του εναγόμενου κατά της διαταγής;

Η απόφαση επί της ανακοπής δεν είναι τελεσίδικη αλλά υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.

Πηγή: lawspot

Πώς μπορεί να απαλλαγεί ένας εγγυητής από δάνειο;

Είναι πάρα πολύ σύνηθες εδώ και χρόνια το φαινόμενο στην χώρα μας, το να έχει δεσμευτεί κάποιος ως εγγυητής σε σύμβαση δανείου που πήρε κάποιος άλλος για τον εαυτό του, και μην έχοντας επωφεληθεί ο εγγυητής ούτε ένα ευρώ από το δάνειο αυτό, να έχει φτάσει στο σημείο να πρέπει να αποπληρώσει ο ίδιος το χρέος του πρωτοφειλέτη και να κινδυνεύει η δική του περιουσία να χαθεί, με πιθανόν πολλές άλλες δυσάρεστες συνέπειες στην ζωή του.

Πριν την οικονομική κρίση οι τράπεζες με την πληθώρα των δανείων που παρείχαν με μεγάλη ευκολία σε όλους ανεξαιρέτως, όπως για παράδειγμα σε ανέργους, σε ανθρώπους με πολύ χαμηλά εισοδήματα, φοιτητές κ.ά., έθεταν ως προϋπόθεση για την λήψη ενός δανείου, το να υπογράψει ως εγγυητής ένα ή και περισσότερα πρόσωπα που να έχει συνήθως κάποιο περιουσιακό στοιχείο ως εξασφάλιση και για το δήθεν τυπικό της εγκρίσεως του δανείου που θα έπαιρνε κάποιος άλλος, συνήθως ένα συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο.

Έτσι σήμερα, που τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από την εποχή εκείνη, βρέθηκαν σχεδόν όλοι οι εγγυητές να χρωστάνε σε δάνεια που δεν έλαβαν και δεν απήλαυσαν, έχοντας μάλιστα την πεποίθηση, κυρίως για λόγους συναισθηματικούς για τα δικά τους πρόσωπα που ήθελαν να λάβουν ένα δάνειο, ότι δεν θα είχαν οι ίδιοι οι εγγυητές καμία συνέπεια, αν δεν πληρωνόταν τελικά το δάνειο από τους πρωτοφειλέτες.

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τον νόμο Κατσέλη 3869/10, τέθηκε προς συζήτηση πολύ σοβαρά το θέμα του πως και αν μπορεί τελικά να ξεμπλέξει (ελευθερωθεί) ένας εγγυητής από ένα δάνειο στο οποίο εγγυήθηκε και επομένως από την απειλή του να χάσει την περιουσία του και να μην έχει ευθύνη αποπληρωμής για το δάνειο κάποιου άλλου από το οποίο δεν είχε κανένα οικονομικό όφελος.

Έτσι εκτός από τις ενστάσεις ελευθερώσεως του εγγυητή που γίνονται σε ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής, ξεκίνησαν διάφορες αγωγές με αίτημα την απαλλαγή εγγυητών από την δέσμευση εγγύησης και ως τώρα έχουν βγει αρκετές δικαστικές αποφάσεις που κάνουν δεκτά αυτά αρκετά από αυτά τα αιτήματα και απαλλάσσουν εγγυητές, ανάλογα με την περίπτωση.

Για παράδειγμα έχουν απελευθερωθεί εγγυητές:

1) για λόγους ακυρότητας όρου στην σύμβαση δανείου που προβλέπει  υποχρεωτική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως που είναι το νόμιμο δικαίωμα που έχει ο εγγυητής να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής από ανεξόφλητο δάνειο προς την τράπεζα, μέχρι η τράπεζα να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. Αυτόν τον όρο της παραίτησης του δικαιώματος του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως  του άρθρου 855 ΑΚ, τον έχουν θέσει στις συμβάσεις δανείων, όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές τράπεζες. (πχ. Απόφαση Πολυμ. Πρωτ. Αθηνών 1990/2004 κ.α.)

2) Ο εγγυητής μπορεί αν διαπιστώσει ότι η σύμβαση του δανείου πάσχει από άκυρους γενικούς όρους συναλλαγών Γ.Ο.Σ., να ενεργήσει ανάλογα ώστε να ακυρωθεί η σύμβαση, είτε με ένσταση ακυρότητας της σύμβασης σε ανακοπή διαταγής πληρωμής είτε με αγωγή ακύρωσης της σύμβασης, ώστε και ο ίδιος να μην πληρώσει όλο το ποσό που απαιτεί η πιστώτρια τράπεζα ή ακόμα και να απαλλαγεί από την ευθύνη της αποπληρωμής του ως εγγυητής.

3) Ένας επίσης πολύ σημαντικός λόγος απαλλαγής του εγγυητή από την σύμβαση δανείου, υπάρχει όταν ο λόγος για τον οποίο είχε εγγυηθεί δεν υφίσταται πλέον. Για παράδειγμα όταν είχε εγγυηθεί σύζυγος σε δάνειο συζύγου και σήμερα είναι πλέον διαζευγμένοι, εργαζόμενος σε επιχείρηση στην οποία δεν εργάζεται πλέον κ.ά., οπότε αυτό σημαίνει ότι παύει πλέον να υπάρχει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο για την σύμβαση εγγύησης σε δάνειο, διότι δεν υφίσταται πλέον η ιδιαίτερη εκείνη σχέση του εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη. (Απόφ. 7095/2009 Πρωτ. Αθηνών).

4) Για λόγους ακυρότητας της εγγύησης λόγω πλάνης του εγγυητή, δηλαδή λόγω αντίθεσης μεταξύ της δήλωσης και της βούλησης του, με υπαιτιότητα του πρωτοφειλέτη. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 142 ΑΚ που ορίζει ότι «Η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία». Δηλαδή στην περίπτωση για παράδειγμα που κάποιος δανειολήπτης, παραπλανήσει τον εγγυητή σχετικά με την φερεγγυότητά του να αναλάβει ένα δάνειο εν γνώσει της τράπεζας και η τράπεζα, αν και έχει υποχρέωση, δεν ενημερώσει σχετικά τον εγγυητή, δεν θα ευθύνεται ο εγγυητής για το χρέος του πρωτοφειλέτη και μπορεί να απαλλαχθεί από την ευθύνη αποπληρωμής του, διότι αν πραγματικά γνώριζε την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη να αναλάβει το δάνειο, ο ίδιος δεν θα υπέγραφε ως εγγυητής.

5) Για λόγους ακυρότητας λόγω απάτης από την πλευρά του οφειλέτη, ο οποίος με δόλο απέκρυψε από τον πιστωτή-τράπεζα και τον εγγυητή την πραγματική του οικονομική κατάσταση, προκειμένου να φανεί φερέγγυος ως προς την λήψη ενός δανείου, επομένως σε αυτή την περίπτωση δεν θα πρέπει να επωμιστεί την ευθύνη αποπληρωμής αδίκως, ο εγγυητής. Αυτή η απάτη προς τον εγγυητή μπορεί να γίνει σε συνεννόηση του οφειλέτη με τον πιστωτή-τράπεζα, για να τον εξαναγκάσουν να υπογράψει την σύμβαση εγγύησης στο δάνειο και να επιβαρυνθεί αυτός με το βάρος της αποπληρωμής του δανείου ή να κατασχεθεί και κάποιο περιουσιακό του στοιχείο (ΑΠ 373/2008).

6) Επίσης, μπορεί να απελευθερωθεί ένας εγγυητής, επειδή η τράπεζα έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα να προβεί σε ενέργειες διεκδίκησης των ανεξόφλητων οφειλών του δανείου από τον πρωτοφειλέτη. Σύμφωνα με την ΑΚ 862 ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. (πχ.Απόφαση Μον. Εφετείου Θράκης 222/2016).

7) Επίσης, ο εγγυητής π.χ. σε κάποιο δικαστήριο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από ανεξόφλητο δάνειο, έχει το δικαίωμα να προβάλλει και ενστάσεις περί ακυρότητας εν μέρει ή συνολικά της σύμβασης δανείου π.χ. λόγω παράνομων και καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών Γ.Ο.Σ., λόγω αποπληρωμής του δανείου από τον οφειλέτη, λόγω παράνομου τοκισμού κλπ,  τις οποίες θα μπορούσε να προβάλλει ο πρωτοφειλέτης, αλλά ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να το κάνει. Έτσι ο εγγυητής, δεν θα πληρώσει παραπάνω από αυτό που πραγματικά θα πρέπει να πληρώσει ή θα απαλλαγεί και εντελώς από την ευθύνη αποπληρωμής.

8) Άλλος λόγος απαλλαγής του εγγυητή από την σύμβαση εγγύησης, σύμφωνα με νομολογία, μπορεί να είναι και η ουσιώδης τροποποίηση της σύμβασης δανείου με νέα πρόσθετη πράξη και νέους όρους μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της πιστώτριας τράπεζας, στην οποία δεν έχει υπογράψει ο εγγυητής. Έχει κριθεί νομολογιακά ότι σε αυτή την περίπτωση ο εγγυητής εφόσον δεν έχει υπογράψει αυτή την πρόσθετη πράξη και εφόσον έχουν αλλάξει ουσιώδεις όροι της αρχικής σύμβασης, ο εγγυητής δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι αποδέχεται και αυτούς τους όρους που ουσιαστικά μεταβάλλουν την αρχική σύμβαση σε μία άλλη σύμβαση και γι’ αυτό θα πρέπει να απαλλάσσεται από την ευθύνη αποπληρωμής της οφειλής.

9)Επιπλέον, άλλος λόγος απαλλαγής του εγγυητή είναι για λόγους καταχρηστικότητας, όταν κριθεί ότι η δέσμευση εγγύησής του, αντιβαίνει τα χρηστά ήθη (άρθρο 178 ΑΚ). Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση που κριθεί από τα Δικαστήρια, ότι ο πιστωτής, η τράπεζα δηλαδή, λόγω της υπερέχουσας θέσεώς της στις συναλλαγές και λόγω των ειδικών γνώσεών της, θα έπρεπε να κρίνει ορθότερα για την παροχή ή όχι κάποιου δανείου σε κάποιον δανειολήπτη, ούτως ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση ο εγγυητής που θα υπογράψει στην σύμβαση να αναλάβει ένα χρέος που εξαρχής δεν φαινόταν πιθανόν να αποπληρωθεί από τον πρωτοφειλέτη, εν γνώσει της τράπεζας. (πχ.Απόφαση Πολ.Πρωτοδ.Αθηνών 184/2019)

10) Υπάρχει ωστόσο και η πιθανότητα να απαλλαγεί ένας εγγυητής από την σύμβαση δανείου, διότι μπορεί να μην υπάρχει καθόλου η υπογραφή του επί του κειμένου της σύμβασης. Το ενδεχόμενο αυτό αν και σπάνιο, συμβαίνει και για τον λόγο αυτό έχουν απαλλαγεί εγγυητές από την ευθύνη τους.

Πηγή: lawspot

Μετάβαση στο περιεχόμενο