Tag Archives: poiniko

Ποια ποινικά αδικήματα παραγράφονται και ποια εξαιρούνται σύμφωνα με τον νέο νόμο

Στα αδικήματα που παραγράφονται ανήκουν αυτά για τα οποία προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα ποινή έως 1 έτος ή χρηματική ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Μερικά από τα κυριότερα αδικήματα που παραγράφονται είναι:

ΑΠΕΙΘΕΙΑ (169 ΠΚ),

ΟΛΩΣ ΕΛΑΦΡΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ (308 παρ.1β ΠΚ),

ΑΠΕΙΛΗ (333 παρ.1 ΠΚ),

ΕΞΥΒΡΙΣΗ (361 ΠΚ),

ΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ (377 ΠΚ),

ΦΘΟΡΑ ΞΕΝΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ (378 παρ.1β ΠΚ).

Επίσης προβλέπεται και η παραγραφή των ποινών έως 6 μηνών, των χρηματικών ποινών και των ποινών κοινωφελούς εργασίας που έχουν επιβληθεί αυτοτελώς και όχι μετά από τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης κατά τον παλαιό ΠΚ.

Βέβαια προβλέπονται και αρκετές εξαιρέσεις για αδικήματα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγραφής (βλ. παρακάτω) καθώς και η ρήτρα ότι η παραγραφή αναιρείται και η ποινική δίωξη ή η εκτέλεση της ποινής συνεχίζεται αν ο ωφεληθείς υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος (μέχρι δηλαδή τις 27.05.2022) σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.

Συγκεκριμένα προβλέπεται:

Α) Η παραγραφή και παύση της ποινικής δίωξης για πλημμελήματα που τελέστηκαν μέχρι και την 30.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους.

Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.

Εξαιρέσεις

Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις: α) των άρθρων 82Α (εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα), 142 (έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια), 155 (προσβολή συμβόλων άλλου κράτους), 158 παρ. 2 (νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης), 160 (αντιποίηση πολιτικού αξιώματος), 163 (παραβίαση μυστικότητας ψηφοφορίας), 166 παρ. 1 (διατάραξη εκλογικής διαδικασίας), 168 παρ. 3 (διατάραξη πλειστηριασμού), 169 Α (παραβίαση δικαστικής απόφασης), 173 παρ. 1 (απόδραση κρατουμένου), 175 (αντιποίηση), 178 (παραβίαση σφραγίδων), 183 (διέγερση σε ανυπακοή), 184 παρ. 1 (διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων), 221 παρ. 2 εδάφιο πρώτο (δικαστική χρήση ψευδούς ιατρικού πιστοποιητικού), 230 (ψευδής καταγγελία), 285 παρ. 4 περ. α’ (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια), 304Α παρ. 1 εδάφιο δεύτερο (σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού από αμέλεια), 337 παρ. 1 (προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας), 358 (παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή) και 377 (κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση) του Π.Κ.

 

Β) Η παραγραφή των ποινών: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τις 27.05.2020. Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.

Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.

Εξαιρέσεις

Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α (εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα), 235 (δωροληψία υπαλλήλου), 236 (δωροδοκία υπαλλήλου), 237 (δωροδοκία και δωροληψία δικαστικών λειτουργών), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 259 (παράβαση καθήκοντος), 285 (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών), 358 (παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή) και 390 (απιστία) του Π.Κ., καθώς και των νόμων 927/1979 (Α’ 139) (δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους και δημόσια επιδοκιμασία εγκλημάτων), 3304/2005 (Α’ 16), του άρθρου 11 του ν. 4443/2016 (Α’ 232) (απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης για λόγους φυλής, χρώματος, φύλου κλπ) και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 42) (παραβίαση μέτρων πρόληψης για τον κορονοϊό), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α’ 76).

building-camera-stefanos-bagdatoglou-dikigoros

Εισαγγελία Εφετών Αθηνών: Η παράνομη εγκατάσταση καμερών αποτελεί ποινικό αδίκημα

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που έχουν τεθεί μετά την έναρξη ισχύος του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων είναι το νομικό πλαίσιο που διέπει την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών.

Υπενθυμίζεται ότι υπό το προϊσχύσαν καθεστώς της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του Ν.2472/1997, η εγκατάσταση καμερών γινόταν υπό τους όρους και προϋποθέσεις της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπως η Οδηγία αυτή είχε εκδοθεί βάσει της εξουσιοδότησης της παρ.5 του άρθρου 14 Ν.3917/2011. Βασικότερη από τις προϋποθέσεις αυτές (και εκείνη που συχνά διαπιστωνόταν η μη τήρησή της) ήταν η υποχρέωση όσων προτίθενται να εγκαταστήσουν κάμερες να ενημερώνουν προς τούτο την Αρχή και δη πριν την έναρξη λειτουργίας του συστήματος.

Σημαντική καινοτομία του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων υπήρξε η εισαγωγή της περίφημης αρχής της λογοδοσίας των υπευθύνων επεξεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας καταργήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες μέχρι τότε υποχρεώσεις ενημέρωσης της Αρχής, μεταξύ των οποίων και εκείνη που αφορούσε στα συστήματα βιντεοεπιτήρησης.

Προς αποφυγή παρερμηνειών ως προς την τύχη των υπολοίπων διατάξεων που ρύθμιζαν την εγκατάσταση και λειτουργία των συστημάτων αυτών, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έγκαιρα διευκρίνισε ότι η έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ δεν επηρεάζει την Οδηγία 1/2011 (στο βαθμό φυσικά που οι διατάξεις της δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού), ενώ αντιθέτως «η εν λόγω οδηγία (και οι σχετικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις της Αρχής) αποτελούν τη βασική νομολογία που πρέπει να αξιοποιούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας για την αξιολόγηση της νόμιμης χρήσης ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης».

Διάταξη Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών: Ποινικό αδίκημα η παράνομη εγκατάσταση καμερών

Με την από 20-5-2019 έγκλησή του, πρόσωπο, το οποίο κατηγορήθηκε για το αδίκημα της κλοπής που τελέστηκε στο χώρο καταστήματος εστίασης, ζήτησε την ποινική δίωξη των νομίμων εκπροσώπων του καταστήματος αυτού για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.

Σύμφωνα με τον εγκαλούντα, η παράβαση αυτή συνίσταται στο ότι στο κατάστημα λειτουργούσε παρανόμως κύκλωμα βιντεοεπιτήρησης, του οποίου οι κάμερες λάμβαναν εικόνα από τα τραπεζοκαθίσματα. Με ευθύνη των υπευθύνων του καταστήματος, το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να παραπεμφθεί στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών.

Διαβάστε επίσης: Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Νόμιμη η παρακολούθηση εργαζομένων με κρυφές κάμερες υπό προϋποθέσεις

Μετά την αρχική απόρριψη της έγκλησής του και την άσκηση προσφυγής, το ζήτημα ετέθη ενώπιον της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προκειμένου να κριθεί εκ νέου.

Με την από 21-1-2020 Διάταξη του Αντιεισαγγελέα Εφετών διαπιστώθηκε ότι:

● «Η τοποθέτηση καμερών που να καταγράφουν ευκρινώς μάλιστα τα πρόσωπα στα τραπεζοκαθίσματα που υπήρχαν εντός του καταστήματος» δεν ήταν επιτρεπτή, αφού είναι αντίθετη με το άρ. 19 παρ. 4 της υπ’ αριθμ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Το ζήτημα αυτό είναι ανεξάρτητο της υποχρέωσης ή μη γνωστοποίησης χρήσης καμερών, καθώς σε κάθε περίπτωση η τυχόν γνωστοποίηση αυτή και πάλι «δεν θα νομιμοποιούσε την χρήση τους».

● Η τοποθέτηση καμερών, με τον τρόπο αυτό, στοιχειοθετεί τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997 και ήδη άρθρου 38 παρ.1 Ν.4624/2019 (επέμβαση σε αρχείο), συνεπώς αποτελεί ποινική παράβαση, για την οποία πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των υπευθύνων της επιχείρησης.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ως ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά – και δη για την αντικειμενική θεμελίωση του αδικήματος του άρθρου 22 παρ.4 του Ν. 2472/1997 – αξιολογείται όχι η τυχόν πρόσβαση και περαιτέρω επεξεργασία του υλικού από τις παρανόμως εγκατασταθείσες κάμερες, αλλά η ίδια η αρχική μη νόμιμη εγκατάστασή τους, εφόσον αυτή δεν ήταν σύμφωνη με τις προβλέψεις του άρθρου 19 της Οδηγίας.

Σύμφωνα με την Εισαγγελία, εν προκειμένω εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 Ν. 4624/2019, κατ’ άρθρον 2 ΠΚ, διότι είναι επιεικέστερη, αφού προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ενώ στην διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 προβλεπόταν ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή.

Ζήτημα που θα κριθεί στο μέλλον είναι το κατά πόσον η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την υπαγωγή κάθε συμπεριφοράς που συνιστά παράνομη επεξεργασία στο ειδικό ποινικό αδίκημα του άρθρου 38 του νέου νόμου.

Η Διάταξη έχει δημοσιευτεί στο nomotelia.gr

Πηγή: lawspot

Μετάβαση στο περιεχόμενο